- άτρεπτος
- -η, -ο (AM ἄτρεπτος, -ον) [τρέπω]1. αμετάτρεπτος, αμετάβλητος2. άκαμπτος, σταθερός, αλύγιστοςαρχ.-μσν.επίρρ. ἀτρέπτωςχωρίς μεταβολήαρχ.1. ανεπανόρθωτος2. αυτός που δεν δίνει σημασία, αδιάφορος σε κάτι3. ο δίχως δισταγμό, ο αδίστακτος4. αχώνευτος, άπεπτος.
Dictionary of Greek. 2013.